Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο

Μεγάλων διαστάσεων ανθέμιο με φυτικό διάκοσμο από φύλλα ακάνθου και άνθη διάνθου είναι το ακροκέραμο του Αρχαιολογικού Μουσείου

Τα ακροκέραμα είναι σχετικά αραιά διατεταγμένα και εδράζονται στομαρμάρινο γείσο, ανεξαρτήτως των κεραμιδιών. Οι βελόνες διώχνουν τα περιστέρια, αλλά φυλακίζουν τις μπάλες των πιτσιρικάδων στη σκεπή

Το αριστερό ακροκέραμο αποτελεί απόδειξη της αποτυχίας της αναστηλώσεως και του θανάτου της νεοκλασσικής κεραμοπλαστικής: είναι μικρότερο από το αυθεντικό δεξιό και έχει ήδη λιώσει

Δυστυχώς δεν διατηρούνται όλα τα αυθεντικά ακροκέραμα σε καλή κατάσταση



Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας (διεθνώς γνωστό με τα αρχικά NAMANational Archaeological Museum of Athens) είναι το μεγαλύτερο και σημαντικότερο αρχαιολογικό μουσείο της χώρας και ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά μουσεία του κόσμου. Η ύπαρξή του είναι συνδεδεμένη με την παρουσία του ελληνικού κράτους και ως μουσειακό ίδρυμα αποτελεί τη σημαντικότερη κιβωτό της αρχαίας ελληνικής τέχνης.
Αυτό που για τους λαούς της Ευρώπης και της Αμερικής του 19ου αιώνα, η σύνδεση δηλαδή με το κλασσικό παρελθόν της Ελλάδος και της Ρώμης ήταν επιλογή, για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος ήταν απόλυτη ανάγκη. Η κατάκτηση της ελευθερίας και η αφύπνιση του εθνικού αισθήματος των Ελλήνων συνδεόταν χρονικά με το κίνημα του Διαφωτισμού και την αποκάλυψη των μνημείων και των έργων τέχνης της αρχαιότητας, αλλά και τον ανταγωνισμό των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών για την απόκτηση όσο το δυνατόν περισσοτέρων από αυτά, προκειμένου να εμπλουτίσουν τις αρχαιολογικές συλλογές των μουσείων τους.



Όλη η όψη του μεσαίου ακροκεράμου της φωτογραφίας έχει πάρει το δρόμο προς το έδαφος. Ένα κομμάτι ισορροπεί επικίνδυνα ανάμεσα στα καρφιά

Για το λόγο αυτό το νεοσύστατο κράτος έπρεπε να ανταγωνισθεί τα ευρωπαϊκά κράτη, συνήθως ευρισκόμενο σε μειονεκτική θέση, προκειμένου να παραμείνουν στη γη όπου ανήκαν οι αποκαλυπτόμενες αρχαιότητες. Η αφαίρεση χιλιάδων αγαλμάτων, αγγείων, νομισμάτων, εικόνων και κωδίκων, κυρίως όμως η καταστροφή λαμπρών μνημείων όπως ο Παρθενών, ο ναός της Αφαίας και ο ναός του Επικουρίου Απόλλωνος προκειμένου να αποσπασθούν τα γλυπτά αρχιτεκτονικά τους μέλη, είχε αναγάγει την προστασία των αρχαιοτήτων σε άμεση προτεραιότητα. Για το λόγο αυτό στις 21 Οκτωβρίου 1829 ιδρύθηκε με ψήφισμα του Κυβερνήτη Καποδίστρια το «Εθνικόν Μουσείον», που στεγάσθηκε στο Ορφανοτροφείο της Αίγινας.
Η μεταφορά της Πρωτεύουσας στην Αθήνα συνοδεύθηκε από την ίδρυση με το νόμο της 10/22 Μαΐου 1834 ιδρύματος με την επωνυμία «Κεντρικόν Δημόσιον Μουσείον δια τα αρχαιοτήτας». Με διάταγμα του Βασιλέως Όθωνος η πρώτη έδρα του υπήρξε μέχρι το 1874 ο ναός του Ηφαίστου, ο οποίος είχε προηγουμένως καταργηθεί από ναός του Αγίου Γεωργίου. Εκεί μεταφέρθηκαν οι αρχαιότητες από την Αίγινα, ενώ ακολούθως χρησιμοποιήθηκαν και άλλα αρχαία και σύγχρονα κτήρια.
Η συνεχής όμως αύξηση του αριθμού των αρχαιοτήτων, που προέκυπταν από ανασκαφές και από την ανοικοδόμηση της νέας πρωτεύουσας, κατέστησαν αναγκαία την ανοικοδόμηση αρχαιολογικού μουσείου αντάξιου των ευρωπαϊκών. Μετά από πολλές προτάσεις χώρων και σχεδίων, επελέγη τελικά το οικόπεδο που δώρησε η Ελένη Τοσίτσα, στην οδό Πατησίων, έξω από την παλαιά πόλη και τους αρχαιολογικούς χώρους. Τα αρχικά σχέδια συνέταξε ο Λούντβιχ Λάνγκε (Ludwig Lange) και στη συνέχεια τροποποίησαν οι Παναγής Κάλκος, Αρμόδιος Βλάχος και Ερνέστος Τσίλλερ. Η ανέγερση ξεκίνησε το 1866 και ολοκληρώθηκε το 1889, με δαπάνες του κράτους, της Ελληνικής Αρχαιολογικής Εταιρείας και ευεργέτες τους αδελφούς Βερναρδάκη από την Αγία Πετρούπολη. Έτσι η Ελλάδα απέκτησε, με καθυστέρηση σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι η αλήθεια, ένα μουσείο αντάξιο της ιστορίας της.


Τα ακρωτήρια των πλαϊνών αετωμάτων είναι μαρμάρινα και κοσμούνται από φύλλα ακάνθου, όπως και τα ακροκέραμα

Το κεντρικό ακρωτήριο του αριστερού αετώματος

Γωνιακό ακρωτήριο του δεξιού αετώματος

Διακρίνεται η διπλή όψη των κεντρικών ακρωτηρίων

Σημαντική καμπή στην ιστορία του Αρχαιολογικού Μουσείου υπήρξε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Σχεδόν με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, το προσωπικό του Μουσείου εκκένωσε τις αίθουσες και τα μεν βαρύτερα εκθέματα έθαψε επί τόπου, τα δε μικρότερα έκρυψε σε κρύπτες στο Λυκαβηττό, στη λεγόμενη Φυλακή του Σωκράτη στου Φιλοπάππου, καθώς και σε θησαυροφυλάκια. Έτσι οι Γερμανοί κατακτητές βρήκαν το Αρχαιολογικό Μουσείο ουσιαστικά άδειο. Από αυτή την επιχείρηση προστασίας των αρχαιοτήτων σώθηκαν από περιπέτειες τα αριστουργήματα της ελληνικής τέχνης, χάθηκαν όμως για πάντα τα εξαιρετικής τέχνης μωσαϊκά δάπεδα του κτηρίου. Ήταν μία αναπόφευκτη θυσία.
Κατά τη διάρκεια της ιστορίας του και λόγω του συνεχώς αυξανόμενου πλήθους αρχαίων αντικειμένων, το Μουσείο έχει δεχθεί αρκετές κτιριακές επεκτάσεις. Μετά την τελευταία ανακαίνιση εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, δεν έχει πάψει η ανάγκη νέας επεκτάσεως του Μουσείου, τη φορά αυτή υπογείως, κατά τα πρότυπα του Μουσείου του Λούβρου.



Ο Απόλλων του τύπου Belvedere, ρωμαϊκό αντίγραφο ενός πρωτότυπου έργου του 330 π.Χ., ίσως του Αθηναίου γλύπτη Λεωχάρη. Θεωρείται το ωραιότερο γλυπτό της αρχαιότητας και η έκφραση της αισθητικής τελειότητας και της ανδρικής ωραιότητας


Η ΄Ηρα με κεφαλή στον τύπο της «΄Ηρας Ludovisi», ρωμαϊκό έργο του 40 μ.Χ.



Ο Άρης του τύπου Borghese, ρωμαϊκό αντίγραφο ενός πρωτοτύπου έργου του 420-400 π.Χ., ίσως του Αθηναίου γλύπτη Αλκαμένους


Η Ειρήνη και ο Πλούτος, ρωμαϊκό αντίγραφο ενός πρωτοτύπου έργου του 370 π.Χ. του Κηφισοδότου του Πρεσβυτέρου, πατέρα του Πραξιτέλους



Το ιστορικό των αγαλμάτων

Το 1889 το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο εγκαινιάστηκε έχοντας αποκτήσει μνημειακή με ιωνικό πρόπυλο πρόσοψη, την οποία σχεδίασε ο Ερνέστος Τσίλλερ (Εrnst Ziller). O Τσίλλερ διακόσμησε το στηθαίο με έξι πήλινα αγάλματα, αντίγραφα σημαντικών πρωτοτύπων γλυπτών έργων της κλασσικής αρχαιότητας. Τα πήλινα γλυπτά τοποθετήθηκαν στις άκρες του στηθαίου σε δύο ομάδες των τριών, ώστε η διάταξή τους να δημιουργεί ορθή γωνία. Τα αγάλματα εκείνα ήταν από αριστερά προς τα δεξιά: η Δήμητρα, ο τύπος της οποίας δεν έχει αναγνωριστεί, ο Απόλλων του τύπου Belvedere, ρωμαϊκό αντίγραφο ενός πρωτοτύπου έργου του 330 π.Χ., ίσως του Αθηναίου γλύπτη Λεωχάρους, η ΄Ηρα με κεφαλή στον τύπο της «΄Ηρας Ludovisi», ρωμαϊκού έργου του 40 μ.Χ., ο Αποξυόμενος, ρωμαϊκό αντίγραφο ενός πρωτοτύπου έργου του 320 π.Χ. του Σικυωνίου γλύπτη Λυσίππου, το σύμπλεγμα της Ειρήνης και του Πλούτου, ρωμαϊκό αντίγραφο ενός πρωτοτύπου έργου του 370 π.Χ. του Κηφισοδότου του Πρεσβυτέρου, πατέρα του Πραξιτέλους και ο Άρης του τύπου Borghese, ρωμαϊκό αντίγραφο ενός πρωτοτύπου έργου του 420-400 π.Χ., ίσως του Αθηναίου γλύπτη Αλκαμένους.
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τρία από τα έξι αγάλματα (η Δήμητρα, ο Αποξυόμενος και ο Άρης) απομακρύνθηκαν λόγω φθοράς. Τα άλλα τρία παρέμειναν στην αρχική θέση τους, ενώ τη θέση του Αποξυομένου κατέλαβε το πήλινο αντίγραφο του αγάλματος του Διαδουμένου αθλητή, ρωμαϊκού αντιγράφου ενός πρωτοτύπου έργου του 430 π.Χ. του Αργείου γλύπτη Πολυκλείτου. Αυτό το πήλινο έργο προερχόταν από τον διάκοσμο της επίστεψης του Ιλίου Μελάθρου (οικία Ερρίκου Σλήμαν (Heinrich Schliemann). Έκτοτε το στηθαίο κοσμούσαν τέσσερα αγάλματα (ο Απόλλων, η Ήρα, ο Διαδούμενος και η Ειρήνη με τον Πλούτο).


Μετά το σεισμό του Σεπτεμβρίου του 1999 τα τέσσερα εκείνα πήλινα αγάλματα απομακρύνθηκαν λόγω φθορών και μεταφέρθηκαν στα εργαστήρια του Μουσείου για συντήρηση. Παράλληλα προκηρύχθηκε διαγωνισμός για την τοποθέτηση νέων πιστών αντιγράφων, αυτή τη φορά όχι πήλινων αλλά από ειδική τσιμεντοκονία στην απόχρωση του πηλού, ώστε να έχουν αντοχή στις έντονες καιρικές συνθήκες. Τα νέα τσιμεντένια αντίγραφα έχουν χυτευθεί «κούφια», διαθέτουν εσωτερικό οπλισμό (ατσαλόβεργες) ώστε να εξασφαλίζεται η αντοχή και η σταθερότητα της κατασκευής και έχουν επιχρισθεί εξωτερικά με βερνίκι στεγανοποίησης. Το βάρος τους κυμαίνεται από 329 έως 516 κιλά.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 2009 τοποθετήθηκαν και πάλι τα τέσσερα από τα αρχικά έξι στημένα έργα στην πρόσοψη του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.

Πηγή: Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο

Ιωνικό κιονόκρανο του προπύλου

Βάση ιωνικού κίονος του προπύλου





Οι μοντερνιστές αρχιτέκτονες χρησιμοποιούν συχνά τον όρο «διάλογος» για να δικαιολογήσουν τη συνύπαρξη του μοντερνισμού με τους παλαιότερους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς. Εάν το Μουσείο πρέπει να «διαλέγεται» με τα εργολαβικά κατασκευάσματα της δεκαετίας του ’60 των οδών Πατησίων και Μάρνη, μάλλον θα έχει χάσει τη λαλιά του

Θύρωμα και υπέρθυρο της κεντρικής εισόδου

Μαρμάρινος γεισίπους του υπερθύρου της εισόδου

Τα παλιά πήλινα αγάλματα του προπύλου στέκουν πρόχειρα τυλιγμένα με νάυλον στην αριστερή στοά, τοποθετημένα με σειρά αντίθετη από αυτήν που είχαν στο στηθαίο του Μουσείου

Η πήλινη Ειρήνη κοιτάζει τον Πλούτο χωρίς την ενοχλητική κάλυψη του νάυλον

Κιονόκρανο από το εσωτερικό του κτηρίου με επιχρυσωμένο τον ανάγλυφο διάκοσμο

Ένα περιστέρι έχει βρει καταφύγιο στο εσωτερικό του μουσείου. Χαριτωμένο, αλλά βλαβερό για το κτήριο και τα εκθέματα

Χρυσός διάκοσμος του παραστάτη



Επίκρανο της όψεως επί της οδού Βασιλέως Ηρακλείου

Μικρότερο επίκρανο μεταξύ παραθύρων

Αρχαίο επίκρανο με φύλλα ακάνθου, από τα αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη του περιβόλου

Κιονόκρανα περγαμηνού ρυθμού


Σίμες κτηρίων με υδρορρόες σε σχήμα λεοντοκεφαλής

Εδώ πιθανώς κάποτε έστεκε κάποιο χυτοσιδηρό διακοσμητικό στοιχείο, φανάρι ή γλάστρα

Η κάλυψη του δαπέδου με μαρμάρινους κυβόλιθους έγινε τις παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Έγινε όμως με τόση προχειρότητα, ώστε η άγρια πλευρά των κυβολίθων μπήκε από κάτω, δηλαδή πληρώσαμε τσάμπα τους δήθεν λαξευτούς κυβόλιθους Το αισθητικό αποτέλεσμα θυμίζει πλακάκια μπάνιου


Ένας ένας οι φοίνικες του άλσους μπροστά στο Μουσείο μας αποχαιρετούν



Αεροφωτογραφία του Μουσείου, από την οποία ξεχωρίζει ο αρχικό σχέδιο και οι προσθήκες στο πίσω μέρος και στα αίθρια

Φωτογραφία του Μουσείου από την οδό Ηπείρου. Η λήψη έγινε από τους αδελφούς Ρωμαΐδη το 1900


Κάτω αριστερά η γωνία των οδών Ηπείρου και Πατησίων. Αριστερά η οδός Βασιλέως Ηρακλείου σχεδόν αδιαμόρφωτη. Η περιοχές των Εξαρχείων και της Νεαπόλεως μοιάζουν περισσότερο με χωριό και ο Λυκαβηττός είναι γυμνός από βλάστηση. Στο πρόπυλο του Μουσείου διακρίνονται τα έξι αγάλματα

Η αίθουσα των αρχαϊκών αγγείων πριν τον πόλεμο. Διακρίνεται το εξαιρετικό μωσαϊκό δάπεδο, σε σχέδια Ερνέστου Τσίλλερ. Τα δάπεδα του Μουσείου θυσιάστηκαν το 1941 προκειμένου να θαφτούν τα εκθέματα και δεν αποκαταστάθηκαν ποτέ

Ο Κούρος του Σουνίου κατά την απόκρυψή του κάτω από το δάπεδο του Μουσείου το 1941
Το ιστορικό του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα στο ιστολόγιο Παρατηρητής


Μετα-Μουσείο: Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (ΕΤ 1)



Δεν υπάρχουν σχόλια: