Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Με αφορμή τον Τσίλλερ


«Σχέδιον του εν Αθήναις Μεγάρου των Δικαστηρίων. Όψις προς την οδόν Πατησίων». Δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Από ιδρύσεως αυτού του ψεύτικου κράτους, τα καλά σχέδια συνήθως μένουν στα χαρτιά. (Αρχείο Εθνικής Πινακοθήκης)
Η έκθεση της Εθνικής Πινακοθήκης για τον Τσίλλερ τελειώνει σήμερα, 15 Οκτωβρίου 2010. Μακέτες και φωτογραφίες έργων του, επιστολές προς τον Δανό δάσκαλό του Χάνσεν, καθώς και βιογραφικά στοιχεία του, έφεραν πιο κοντά μας τον Γερμανό αρχιτέκτονα που μας ήταν ήδη οικείος από τα έργα του, όταν περνούσαμε έξω από το Ιλίου Μέλαθρον, το Μέγαρο Σταθάτου, το Εθνικό Θέατρο και άλλα κτήρια. Τα ονόματα του Χάνσεν και του Τσίλλερ, καθώς και εκείνα των Κλεάνθη και Σάουμπερτ και του Καυταντζόγλου, συνδέθηκαν με τα νεοκλασσικά κτήρια της Αθήνας που ομόρφυναν την πόλη στην διάρκεια του 19ου αιώνα.

Ο Τσίλλερ έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Ελλάδα, παντρεύτηκε με Ελληνίδα και σχεδίασε πλήθος κτηρίων στην Αθήνα και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας. Τα σπίτια που είχε φτιάξει ο Τσίλλερ στον Πειραιά τα αναφέρει στην αρχή του «Τρελλαντώνη» η Πηνελόπη Δέλτα και τα περιγράφει: «Επτά ήταν τα σπίτια του Τσίλλερ, όλα στην αράδα κ’ ενωμένα∙ το πρώτο, το ακριανό, μεγάλο, με τρία πρόσωπα, τ’ άλλα όλα όμοια, με μια βεραντούλα προς τη θάλασσα, και μιαν αυλή στο πίσω μέρος, προς το λόφο».

Από τα διάφορα που έμαθα σ’ αυτή την έκθεση, εκείνα που συγκράτησα ήταν ότι πολλά από αυτά τα πανέμορφα κτήρια κατεδαφίστηκαν και στη θέση τους μπήκαν οι γνωστές πολυκατοικίες. Καθώς κάποια από τα σχέδια του Τσίλλερ υπάρχουν ακόμα, όπως φάνηκε στην έκθεση, θα μπορούσαν φυσικά να δημιουργηθούν εκ νέου όπως γίνεται σε άλλες χώρες του κόσμου. (Αλλά τι λέω τώρα; Είμαι σοβαρή; Σε ποιον απευθύνομαι;)

Κάτι άλλο που μου έκανε εντύπωση είναι ότι σε ένα από τα γράμματά του προς τον Χάνσεν, όπου του αναφέρει με λεπτομέρειες την πρόοδο των εργασιών τις οποίες εποπτεύει, ο Τσίλλερ μιλάει για τα αγάλματα που πρόκειται να τοποθετηθούν έξω από το Πανεπιστήμιο (έργο του Χάνσεν). Ο Καυταντζόγλου θέλει να τα αναθέσει όλα στους αδελφούς Φυτάλη, ενώ ο Τσίλλερ προτιμά τον γλύπτη Κόσσο. Με το μυαλό του, που δεν κατανοεί τις αιώνιες ελληνικές έριδες, λέει ότι το πιο σωστό θα ήταν να μοιραστούν τα δυο εργαστήρια την δημιουργία τους και να τελειώσει το ζήτημα. Αναφέρει, όμως ότι το θέμα είναι πολιτικό, καθώς υπάρχει μια αντιπάθεια μεταξύ των παραπάνω από κάποια «προηγούμενη επανάσταση»! Τελικά ο Τσίλλερ κατάφερε να επιβάλει τη νοοτροπία του και η δουλειά δόθηκε και στους αδελφούς Φυτάλη και στον Κόσσο.

Το τρίτο που μου έκανε εντύπωση στην έκθεση για τον Τσίλλερ ήταν το ωραίο Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας, που κατεδαφίστηκε από ανθρώπινα χέρια και όχι από φυσική καταστροφή, όπως εκείνο της Ζακύνθου, του ίδιου αρχιτέκτονα, που έπεσε στους σεισμούς.

Θα έλεγα ότι μου έκανε επίσης εντύπωση η δυσαρέσκεια με την οποία κάνουν τη δουλειά τους οι υπάλληλοι της Εθνικής Πινακοθήκης. Σκέψου να εργάζεσαι σ’ ένα τόσο όμορφο περιβάλλον, μέσα στην Τέχνη, και να μην είσαι μόνιμα μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη. Αλλά αυτό δεν έχει να κάνει ούτε με προσωπικά προβλήματα που ίσως είχαν (όλοι μαζί;) ούτε με χαμηλούς μισθούς που ίσως παίρνουν (μήπως είναι οι μόνοι στον κόσμο;), αλλά με ήθη ελληνικά, τα ίδια περίπου που είχαν αφήσει έκπληκτο τότε και τον Τσίλλερ.

Ας επανέλθω, όμως, στην Αθήνα και στον Γερμανό αρχιτέκτονα. Κλείνω με κάτι που διάβασα στο ωραίο βιβλίο «Η Αθήνα των ανωνύμων» της Λίζας Μιχελή (Εκδόσεις Δρώμενα, 1990): «Προς τα τέλη του ΙΘ’ αιώνα, δημιουργείται στην Αθήνα αληθινή βιομηχανία που παράγει ακροκέραμα σε ποσότητα, πάνω σε σχέδια του Ε. Τσίλλερ, για να καλυφθεί η αυξημένη ζήτηση…Σύντροφος απαραίτητος του κλασσικιστικού οικοδομήματος είναι κι η φοινικιά (…)


Πού και πού οι πράσινες λόγχες που αναδεύουν ξεχωρίζοντας πάνω απ’ τα σπιτάκια της Πλάκας, του Ψυρρή, του Μεταξουργείου, δίνουν το στίγμα για μας, τους αθεράπευτα ρομαντικούς, που ακολουθούμε τις τελευταίες φοινικιές με τον τηλεσκοπικό μας φακό ανάμεσα στις πολυκατοικίες, εμάς τους Αθηναίους που επιμένουμε ν’ αγοράζουμε ακροκέραμα εδώ και δυο δεκαετίες ανελλιπώς, για να μεταμφιέζουμε τα μπαλκόνια και τα καθιστικά των διαμερισμάτων μας…»

Το κείμενο δημοσιεύθηκε από τη Λητώ Σεϊζάνη στις 2 Νοεμβρίου 2010 στον ιστότοπο people & ideas 

1 σχόλιο:

Αλεξανδρος είπε...

Κειμενο που οδηγει σε πολλες σκεψεις...