Κυριακή 3 Ιουνίου 2012

Το «βελανίδι»


«Όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, οι άλλοι έτρωγαν βελανίδια»: με μικρές παραλλαγές στην απόδοση, αυτή είναι μια από τις πιο υπερφίαλες φράσεις που έχουν ξεφύγει διαχρονικά από τα χείλη δημοσίων ανδρών στην Ελλάδα και συνεχίζει να αναπαράγεται με φανατισμό. Ως πρώτος ειπών φέρεται ο δικτάτωρ Γεώργιος Παπαδόπουλος, ενώ στη συνέχεια την ξεστόμισαν ο Θεόδωρος Πάγκαλος και ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Εκτός από υπερφίαλη, είναι και ανιστόρητη. Να γιατί:


Πρώτα από όλα, δεν χτίσαμε «εμείς» τους Παρθενώνες, αλλά κάποιοι άλλοι κάτοικοι αυτού του τόπου δυόμισυ χιλιάδες χρόνια πριν, που έστω ότι είναι οι πρόγονοί μας (κάτι που για να αποδείξουμε δεν κάνουμε και πολλά εμείς οι αυτάρεσκοι Νεοέλληνες). Δεύτερον, βελανίδια δεν έτρωγαν μόνο «οι άλλοι», καθώς αυτά δεν έλειπαν από το πινάκιον των αρχαίων ημών προγόνων. Το βελανίδι, του οποίου η υφή και η γεύση μοιάζουν με του κάστανου, αποτέλεσε τροφή όλων των λαών της ζώνης εξαπλώσεως της δρυός πριν την έλευση της πατάτας από το Νέο Κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των Ελλήνων. Η κατανάλωση βελανιδιών ήταν δείγμα λιτής δίαιτας και ως «βαλανηφάγοι» εθεωρούντο οι πανάρχαιοι Πελασγοί Αρκάδες. Όταν οι Λακεδαιμόνιοι θέλησαν να επιτεθούν εναντίον της Αρκαδίας και ζήτησαν χρησμό επ’ αυτού από την Πυθία, αυτή τους απέτρεψε, διότι δεν θα ήταν εύκολη η υποταγή των Αρκάδων, με το χρησμό που έφθασε ως εμάς: «Ἀρκαδίαν μ’ αἰτεῖς; μέγα μ’ αἰτεῖς οὔ τοι δώσω. πολλοὶ ἐν Ἀρκαδίᾳ βαλανηφάγοι ἄνδρες ἔασιν, οἵ σ’ ἀποκωλύσουσιν.» (Την Αρκαδία μου ζητάς; Πολλά μου ζητάς. Δεν θα σου την δώσω. Υπάρχουν στην Αρκαδία πολλού βαλανηφάγοι άνδρες που θα σε εμποδίσουν).


Εκτός από τροφή, το βελανίδι ήταν σημαντικό προϊόν επειδή το κύπελλό του εχρησιμοποιείτο στη βυρσοδεψία. Ακόμη σημαντικότερο στην ιστορία και τον πολιτισμό των Ελλήνων ήταν το δένδρο που παράγει τα βελανίδια, η δρυς.
Στην αρχαιότητα αρχικά δρυς ονομαζόταν το δένδρο γενικώς. Κατόπιν η ονομασία περιορίσθηκε στα είδη της δρυός. Σήμερα αντιθέτως σε πολλά μέρη της Ελλάδος δέντρο λέγεται κατ’ εξοχήν η δρυς. Η δρυς θεωρείται το αντιπροσωπευτικό δένδρο των δασών και κατά συνέπεια το σύμβολό τους, πιθανότατα επειδή στην αρχαιότητα τα δρυοδάση ήταν πολύ πιο εξαπλωμένα από όσο στις ημέρες μας. Το δάσος άλλωστε ονομάζεται και δρυμός ή δρυμών. Επίσης συμβολίζει την ισχύ και τη μακροζωία, λόγω της μακροβιότητάς της και της αντοχής του ξύλου της.


Για αυτές τις ιδιότητές της οι αρχαίοι Έλληνες την είχαν αφιερώσει στο Δία. Η δρυς της Δωδώνης, όπου ήταν το ιερό του Δωδωναίου ή Φηγυναίου Διός (φηγός = δρυς = ναός) είχε χρησμοδοτικές ιδιότητες. Από το ξύλο της οι Αργοναύτες κατασκεύασαν ως φυλακτό την πλώρη, την πρύμνη και το πηδάλιο της Αργούς. Από μόσχευμα της δρυός της Δωδώνης είχε φυτευθεί η δρυς της Αίγινας, από τα μυρμήγκια της κουφάλας της οποίας προήλθαν οι Μυρμιδόνες. Οι Ολυμπιονίκες, εκτός από τον κότινο, ελάμβαναν και ανθοδέσμες που περιείχαν κλάδους δρυός. Στέφανος από κλάδους δρυός δινόταν σε ανθρώπους που διακρίνονταν για την αρετή τους. Τέλος Δρυάδες ή Αμαδρυάδες ονομάζονταν οι Νύμφες των δασών, οι οποίες γεννιούνταν ταυτοχρόνως (άμα) με τη γέννηση και πέθαιναν με το φυσικό ή βίαιο θάνατο των δένδρων που τις φιλοξενούσαν.
Η αξία του ξύλου της δρυός φαίνται και από το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή των πυλών της Κωνσταντινουπόλεως. Από το λατινικό όνομα της δρυός Quercus μας είναι γνωστές δύο πύλες της Βασιλεύουσας, η Ξυλόκερκος ή Πύλη του Βελιγραδίου και η μοιραία για την Πόλη και τον Ελληνισμό Κερκόπορτα.


Το σύμβολο της ισχύος και της μακροβιότητος δεν θα μπορούσε να λείπει από τη νεοκλασσική αρχιτεκτονική. Ακροκέραμα με φύλλα και καρπούς δρυός κατασκεύασαν πολλοί κεραμοποιοί, κυρίως της Αθήνας, του Πειραιά και της Χαλκίδας. Είναι τα λεγόμενα «καρδιόσχημα» ή απλώς «βελανίδια». Στην πραγματικότητα το σχήμα των ακροκεράμων δεν αντιγράφει το σχήμα της καρδιάς, αλλά το σχήμα της βαλάνου, του βελανιδιού, από το οποίο λόγω ομοιότητας πήρε το όνομά της και η βάλανος του ανδρικού μορίου. Εμπεριέχεται λοιπόν στα συγκεκριμένα ακροκέραμα και ο συμβολισμός της γονιμότητας.


Αν και πολύ αγαπήθηκε από τους κεραμοποιούς, το «βελανίδι» παρέμεινε ένα μάλλον λαϊκό διακοσμητικό στοιχείο. Ακροκέραμα αυτού του τύπου συναντούμε σε μικροαστικές οικίες των περιχώρων και όχι στα λαμπρά οικοδομήματα του κέντρου. Μία πιθανή εξήγηση είναι ότι το σχέδιο αυτού του τύπου είναι πολύ απλοϊκό και το ανάγλυφό του ρηχό, επομένως η καλλιτεχνική του αξία περιορισμένη. Οι κεραμοπλάστες το κατασκεύαζαν με μεγαλύτερη ευκολία από ό,τι τα ανθέμια με τις μυτερές απολήξεις και το εντονότερο ανάγλυφο ή τα πρόσωπα με τις μικροσκοπικές λεπτομέρειες. Ήταν δηλαδή ένα δημιούργημα που παραγόταν εύκολα, οπότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα ήταν και φθηνότερο, επομένως πιο προσιτό στη λαϊκή κατανάλωση.

Υπάρχουν μερικές δεκάδες παραλλαγές αυτού του τύπου, με ή χωρίς τα αρχικά των κεραμοποιών στη βάση. Επίσης σε κάποια, χαλκιδικής κυρίως προελεύσεως, στο κάτω μέρος συνυπάρχουν εκατέρωθεν του βελανιδιού μικρά άνθη ή το βελανίδι έχει αντικατασταθεί τελείως από ένα άνθος. Μια παραλλαγή με σταυρό στο ανώτερο τμήμα χρησιμοποιήθηκε στη διακόσμηση εκκλησιών, παραμένει όμως αδιευκρίνιστο σε πόσες και σε ποιες περιοχές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου